Σαν Σήμερα|06.09.2022 07:55

Δημήτρης Τσαφέντας: Ήρωας ή φονιάς; Ο Έλληνας ακτιβιστής που δολοφόνησε τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής – Χαρακτηρίστηκε τρελός και πέθανε στη φυλακή

Newsroom

Τον έλεγαν Δημήτρη Τσαφέντα (Dimitri Tsafendas) και το όνομά του χάθηκε στα σκοτάδια της Ιστορίας. Ο Τσαφέντας ήταν ο Έλληνας ακτιβιστής που δολοφόνησε τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής!

Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 6 Σεπτεμβρίου του 1966, όταν ένας Έλληνας - από τη μεριά του πατέρα - θα γινόταν πρωτοσέλιδο στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου. Τι είχε κάνει; Δολοφόνησε τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής Χέντρικ Βερβόερντ με ένα μαχαίρι μέσα στο Κοινοβούλιο!

Ο Δημήτρης Τσαφέντας, διανομέας αλληλογραφίας στη Βουλή του Κέιπ Τάουν, πίστευε - και σωστά - ότι ο πρωθυπουργός Χέντρικ Βερβόερντ, ήταν ο αρχιτέκτονας του σκληρού απαρτχάιντ και «θεώρησε ως ηθική υποχρέωση του» να τον βγάλει από τη μέση!
Ο Χέντρικ Βερβόερντ έπεσε νεκρός μπροστά στα μάτια δεκάδων βουλευτών, εκπροσώπων του Τύπου και υπαλλήλων της Βουλής, που εκείνη την ημέρα είχε συνεδρίαση της ολομέλειας.
Ο Τσαφέντας βασανίστηκε βάναυσα κατά την ανάκρισή που ακολούθησε· oμολόγησε ότι η δολοφονία του πρωθυπουργού έγινε με δική του πρωτοβουλία καθαρά για πολιτικούς λόγους γιατί θεωρούσε τον Βερβόερντ ρατσιστή τύραννο. Ο Ελληνομοζαμβικανός δολοφόνος υποβλήθηκε σε ψυχιατρική αξιολόγηση και διαπιστώθηκε ότι «έπασχε από σχιζοφρένεια».

Ένας αριστερός επαναστάτης

Ο Δημήτρης Τσαφέντας είχε γεννηθεί από Έλληνα πατέρα κρητικής καταγωγής που εργαζόταν ως μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού. Ο πατέρας του συνευρέθηκε με τη μητέρα του, μια μιγάδα από τη Μοζαμβίκη το 1918 στο Λορέντζο Μαρκές, σημερινό Μαπούτο, πρωτεύουσα της (τότε) πορτογαλικής Μοζαμβίκης.
Σε ηλικία τριών χρονών, ο Δημήτρης στάλθηκε να ζήσει με τη γιαγιά και τη θεία του στην ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου.

Από νεαρός ο Δημήτρης Τσαφέντας ενδιαφέρθηκε για την πολιτική. Ίσως αυτό και να οφειλόταν στο γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν αναρχικός, ακόμα ίσως και επειδή οι πρόγονοί του είχαν πλήθος ιστοριών ηρωισμού να διηγηθούν από τις εξεγέρσεις εναντίον των Οθωμανών.
Σε κάθε περίπτωση, ο Τσαφέντας γοητεύτηκε από τις ιδέες του κομμουνισμού και οι Αρχές γνώριζαν ήδη τον πολιτικό προσανατολισμό του όταν, σε ηλικία 21 ετών, μετανάστευσε στη Νότια Αφρική. Εκεί εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και δεν φοβήθηκε να εκφράσει ανοιχτά τις πολιτικές του απόψεις, γεγονός που τον κράτησε άνεργο επί πολύ χρόνο. Το 1942 μπάρκαρε ως καμαρωτάκι σε ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο με προορισμό τον Καναδά, δουλεύοντας στην κουζίνα.

Από τον Καναδά, ο Τσαφέντας πέρασε στις Ηνωμένες Πολιτείες και εργάστηκε σε αμερικανικά εμπορικά πλοία προτού συλληφθεί για παραβίαση των νόμων για τη μετανάστευση.
Ο Τσαφέντας εκτοπίστηκε στην Ελλάδα το 1947, εποχή που μαινόταν ο Εμφύλιος· εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό και πολέμησε στα βουνά γύρω από την Αττική και την κεντρική Ελλάδα, και αργότερα στάλθηκε στην πρωτεύουσα για να εργαστεί ως πληροφοριοδότης για το κόμμα.

Πίσω στην Αφρική

Λίγο πριν τελειώσει ο Εμφύλιος, το 1949, ο Τσαφέντας έφυγε στην Πορτογαλία, όπου οι Αρχές τον συνέλαβαν αμέσως, τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν λόγω των πολιτικών του δραστηριοτήτων.
Το 1951, ο Τσαφέντας επιχείρησε να ταξιδέψει στη Μοζαμβίκη, αλλά του απαγορεύτηκε η είσοδος στη χώρα. Το «διαβατήριο» του αναρχικού – κομουνιστή τον συνόδευε παντού· πέρασε τα επόμενα 12 χρόνια της ζωής του περιπλανώμενος από χώρα σε χώρα στη Δυτική Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Είχε καταφέρει να μάθει αρκετές γλώσσες και μάλιστα εργάστηκε ως δάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1963, ο Τσαφέντας επέστρεψε στη Μοζαμβίκη, όπου τελικά του επετράπη να μπει στη χώρα και από εκεί πέρασε παράνομα στη Νότια Αφρική, όπου ο γηγενής πληθυσμός των μαύρων καταπιέζονταν και δεινοπαθούσαν από το αυστηρό καθεστώς του απαρτχάιντ.

Στόχος ζωής

Ο Τσαφέντας εξοργίστηκε με τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα του Μαντέλα και αποφάσισε να δράσει. Έπιασε δουλειά ως διανομέας στο Κοινοβούλιο και έβαλε στόχο ζωής να σκοτώσει τον πρωθυπουργό, ο οποίος είχε θεσπίσει τους πιο καταπιεστικούς νόμους για το απαρτχάιντ.

Ο Τσαφέντας ήξερε ότι το πιο πιθανό θα ήταν να τον σκότωναν για την πράξη του, αλλά δεν λοξοδρόμησε…
Όταν για πρώτη φορά αποφάσισε να αναλάβει δράση κατά του Βερβόερντ, ο Τσαφέντας σχεδίαζε να απαγάγει τον πρωθυπουργό, ωστόσο, σύντομα συνειδητοποίησε ότι θα ήταν αδύνατο να το κάνει μόνος του.
Το αρχικό σχέδιο του Τσαφέντα, ήταν να πυροβολήσει το Βερβόερντ, να δραπετεύσει μέσα στη σύγχυση, να κρυφτεί στο ελληνικό τάνκερ «Ελένη» που ήταν ελλιμενισμένο στο Κέιπ Τάουν, και μετά να αποπλεύσει προς την ελευθερία.

Το σχέδιό του Τσαφέντα ήταν να αναζητήσει καταφύγιο στην Κούβα του Κάστρο. Ωστόσο, ήταν δύσκολο να μπει με πιστόλι στη Βουλή και με το χρόνο να πιέζει, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ένα στιλέτο για να σκοτώσει τον Βερβόερντ.
Το μεσημέρι της 6ης Σεπτεμβρίου του 1966, ο 65χρονος πολιτικός Χέντρικ Βερβόερντ μπήκε στην αίθουσα συνεδριάσεων του κοινοβουλίου και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του πρωθυπουργού. Τότε ο Τσαφέντας όρμησε εναντίον του και τον μαχαίρωσε τέσσερις φορές στο στήθος, ρίχνοντας τον άπνοο στο πάτωμα.

«Αηδιασμένος με τις ρατσιστικές πολιτικές του»

Ο Τσαφέντας συνελήφθη αμέσως από βουλευτές και παραδόθηκε στην φρουρά της Βουλής. Στην αστυνομία, ο Τσαφέντας ομολόγησε ότι σκότωσε τον πρωθυπουργό επειδή ήταν «αηδιασμένος με τις ρατσιστικές πολιτικές του».
Η πλειοψηφία του αφρικανικού Τύπου χειροκρότησε τη δολοφονία. Για παράδειγμα, το αλγερινο-γαλλικό περιοδικό Revolution Africaine επικρότησε τη δολοφονία «του αποστόλου του μίσους» και έγραψε: «Ο πιο μισητός άνθρωπος της Αφρικής δεν υπάρχει πια». Στην Αιθιοπία, τίτλος στους New Times της Αντίς Αμπέμπα έγραφε: «Ο χασάπης του Σάρπβιλ μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου», ενώ η εφημερίδα Al Akhbar του Καΐρου ανέφερε ότι η Αίγυπτος «δεν είχε δάκρυα να χύσει» για τον Δρ. Βερβόερντ.

Χρόνια μετά τη δολοφονία, ο Τσαφέντας είπε σε δύο ιερείς που τον επισκέφτηκαν στο νοσοκομείο: «Κάθε μέρα, βλέπεις έναν άνθρωπο που γνωρίζεις να διαπράττει ένα πολύ σοβαρό έγκλημα για το οποίο υποφέρουν εκατομμύρια άνθρωποι. Δεν μπορείτε να τον πάτε στο δικαστήριο ή να τον καταγγείλετε στην αστυνομία γιατί είναι αυτός, ο νόμος της χώρας. Θα έμενες σιωπηλός και θα τον άφηνες να συνεχίσει το έγκλημά του ή θα έκανες κάτι για να τον σταματήσεις; Είσαι ένοχος όχι μόνο όταν διαπράττεις ένα έγκλημα, αλλά και όταν δεν κάνεις τίποτα για να το αποτρέψεις όταν έχεις την ευκαιρία».

Αθώος  λόγω παραφροσύνης

Ο Τσαφέντας δεν εκτελέστηκε για το έγκλημά του, αλλά πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή. Μεταφέρθηκε στην Κεντρική Φυλακή της Πρετόρια σε κελί θανατοποινίτη, που είχε κατασκευαστεί ειδικά για αυτόν δίπλα στο θάλαμο εκτελέσεων.
Στη δίκη του, ο δικαστής κήρυξε τον Τσαφέντα αθώο για τον φόνο λόγω παραφροσύνης. Είχε «διαγνωστεί» με σχιζοφρένεια. Το δικαστήριο διέταξε την κράτηση του «κατά την κρίση του Προέδρου της Πολιτείας», πράγμα που σήμαινε ότι μόνο ο Πρόεδρος της Πολιτείας είχε την εξουσία να διατάξει την αποφυλάκισή του ή όχι. Ο Τσαφέντας δεν πήρε ποτέ εξιτήριο: Τον βασάνιζαν και του συμπεριφέρονταν απάνθρωπα σε όλη τη διάρκεια της φυλάκισής του. Ο Τσαφέντας κρατήθηκε αρχικά στο νησί Ρόμπεν και μετά τέσσερις μήνες μεταφέρθηκε στην Κεντρική Φυλακή της Πρετόρια.
Παρά το γεγονός ότι το κίνημα κατά του απαρτχάιντ ήταν ιδιαίτερα ενεργό, ειδικά τη δεκαετία του ‘80, το όνομα του Τσαφέντα δεν υπάρχει παρά ως υποσημείωση στην ιστορία του αγώνα.
Το 1999, επιτράπηκε στην νοτιοαφρικανή σκηνοθέτιδα Λίζα Κέι να πραγματοποιήσει δύο τηλεοπτικές συνεντεύξεις με τον Τσαφέντα για ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «A Question of Madness» (Ένα τρελό ερώτημα…).
Η Kέι κατέθεσε και την εκδοχή ότι η πράξη του Τσαφέντα να μην ήταν μια τυχαία πράξη ενός παράφρονα, αλλά στην πραγματικότητα να ήταν μια πολιτική δολοφονία!

Ένα βιβλίο που αποκαθιστά την τάξη

Στο βιβλίο «The Man Who Killed Apartheid: The Life of Dimitri Tsafendas», ο ερευνητής - συγγραφέας Χάρης Δουσεμετζής και ο δημοσιογράφος Τζέρι Νούγκραν καταγράφονται στοιχεία στα οποία αποδεικνύεται ότι ο Τσαφέντας ήταν στην πραγματικότητα ακτιβιστής - υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα δικαστήρια της Νότιας Αφρικής τον έκριναν αθώο ως παράφρονα γιατί αυτό συνέφερε τις πολιτικές σκοπιμότητες.

Η δολοφονία του πρωθυπουργού της χώρας μέσα στο κοινοβούλιο έκανε το κράτος της Νότιας Αφρικής να φαίνεται στην καλύτερη περίπτωση ανίκανο. Ένας «σεσημασμένος» κομμουνιστής με ποινικό μητρώο και μαχητικό παρελθόν είχε καταφέρει να δολοφονήσει τον πρωθυπουργό μπροστά στα μάτια των βουλευτών.

Η οικογένεια του πρωθυπουργού φοβόταν ότι ο Τσαφέντας θα γινόταν ήρωας και παράδειγμα για άλλους ακτιβιστές κατά του απαρτχάιντ και γι' αυτό αποφάσισαν να κηρύξουν τον δολοφόνο παράφρονα.
Η επιθυμία των Αρχών να παρουσιάσουν τον Τσαφέντα ως ψυχοπαθή φαίνεται ξεκάθαρα και από την άρνησή τους κατά τη δίκη του να παρουσιάσουν τις δύο ηχογραφημένες δηλώσεις του ότι η δολοφονία του Βερβόερτ ήταν μια σχεδιασμένη πολιτική πράξη.

Το βιβλίο του Δουσεμετζή (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Durham, στην Αγγλία) αναμοχλεύει περαιτέρω το θέμα δείχνοντας ακόμη και συμπάθεια για έναν άνθρωπο τον οποίο περιγράφει ως έξυπνο, αλτρουιστή και μαχητή. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί επίσης έναν ακτιβιστή που θα άξιζε να πάρει μια θέση ανάμεσα στους μαχητές κατά του απαρτχάιντ.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης και Σωφρονιστικών Υπηρεσιών της Νότιας Αφρικής Μάικλ Μασούθα δήλωσε με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου: «Είναι η ώρα να γιορτάσει η αλήθεια για τον Τσαφέντα»!
Ο Τσαφέντας πέθανε από πνευμονία τον Οκτώβριο του 1999, σε ηλικία 81 ετών, 33 χρόνια μετά τη δολοφονία του Αρχιτέκτονα του Απαρτχάιντ. Ακλομα κι αυτός ο Νέλσων Μαντέλα τον είχε αγνοήσει...

σαν σημεραπρωθυπουργόςαπαρτχάιντδολοφονίαΝότια Αφρικήειδήσεις τώρα