Κόσμος|21.02.2023 21:16

Πόλεμος στην Ουκρανία: Ο Πούτιν δυσκολεύεται να οργανώσει νέο κύμα επίθεσης - Μέχρι πότε θα αντέχει η Ρωσία; - Ανάλυση των Financial Times

Newsroom

Ανάλυση των Financial Times για την επέτειο ενός χρόνου από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία αναφέρει ότι, το αρχικό σχέδιο του Βλαντιμίρ Πούτιν προέβλεπε ότι, οι ρωσικές δυνάμεις, θα καταλάμβαναν το Κίεβο μέσα σε τρεις ημέρες.

Ωστόσο, όπως αναφέρεται, ο στρατός της Ρωσίας δεν έχει κάνει αρκετά σημαντικά βήματα προκειμένου να κερδίσει τον πόλεμο, σχεδόν ένα χρόνο μετά την εισβολή. Μάλιστα, μέρος της επικράτειας που ο Πούτιν επιχείρησε να προσαρτήσει τον περασμένο Σεπτέμβριο έχει χαθεί.

«Για πόσο ακόμα μπορεί να αντέξει η Ρωσία να πολεμά στην Ουκρανία;», είναι ο τίτλος του άρθρου, όπου αναφέρεται ότι, η Ρωσία έχει τόσο μεγάλες απώλειες στο πεδίο της μάχης, που δυτικοί αξιωματούχοι αμφιβάλλουν για το κατά πόσο είναι σε θέση να οργανώσει ξανά μία επίθεση της ίδιας κλίμακας. Ταυτόχρονα, οι κυρώσεις που πλήττουν τη ρωσική οικονομία έχουν αποκόψει τελείως τη χώρα από ζωτικής σημασίας για τη συντήρηση του πολεμικού μηχανισμού αλυσίδες εφοδιασμού. Ο Πούτιν, ωστόσο, παρά τη δεινή θέση στην οποία έχουν έρθει οι ρωσικές δυνάμεις καθώς και το τέλμα στο οποίο πλησιάζει η οικονομία της χώρας, δε φαίνεται να παρουσιάζει καμία ένδειξη ότι σκοπεύει να περιορίσει τους στόχους του ή να αναζητήσει διέξοδο από τον πόλεμο. Αντιθέτως, φαίνεται να επιμένει ότι, η νίκη της Ρωσίας είναι «αναπόφευκτη» καθώς και ότι, οι στόχοι της, «θα επιτευχθούν πλήρως».

Η ανάλυση των Financial Times εξετάζει τέσσερις βασικούς τομείς στους οποίους πρέπει να στηριχθεί ο Πούτιν, σε μία προσπάθεια να εκτιμηθεί το χρονικό διάστημα για το οποίο η Ρωσία θα μπορέσει να διατηρήσει τις πολεμικές της προσπάθειες. Αυτοί είναι δυνάμεις στο πεδίο της μάχης, το απόθεμα πυρομαχικών της Ρωσίας, το οικονομικό ταμείο πολέμου του Κρεμλίνου και τα συναισθήματα των Ρώσων πολιτών για τον πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι η πολεμική μηχανή του Πούτιν βρίσκεται υπό τεράστια πίεση και θα μπορούσε να δυσκολευτεί να οργανώσει τις αποφασιστικές, νέες επιθέσεις που ο Ρώσος πρόεδρος έχει υποσχεθεί. Ωστόσο, η Ρωσία έχει τους πόρους να συνεχίσει να πολεμά την Ουκρανία για πολύ καιρό ακόμη.

Μεγάλες απώλειες σε πυρομαχικά

Η Ρωσία, τον τελευταίο ένα χρόνο, έχει χάσει τουλάχιστον 4.500 τεθωρακισμένα οχήματα, 63 αεροσκάφη, 70 ελικόπτερα, 150 drones, 12 πολεμικά πλοία και περισσότερα από 600 συστήματα πυροβολικού. Σύμφωνα με ουκρανικές εκτιμήσεις, αυτοί οι αριθμοί είναι πολύ μεγαλύτεροι. Εκτιμάται ότι, στην Ουκρανία, οι Ρώσοι έχουν χάσει χιλιάδες άρματα μάχης, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και πολλά νέα τανκς. Μέχρι σήμερα, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν αναπτύξει περίπου 1.800 άρματα μάχης ενώ έχουν περίπου 5.000 ακόμα εφεδρικά. Πολλά εξ’ αυτών, όμως, είναι τανκς από τη σοβιετική περίοδο και σε κακή κατάσταση, σύμφωνα με έκθεση του International Institute for Strategic Studies. Επίσης, σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό στη Σχολή Νομικής και Διπλωματίας Fletcher του αμερικανικού Πανεπιστημίου Tufts, Πάβελ Λούζιν, η χώρα έχει χρησιμοποιήσει πολύ μεγάλο μέρος του αποθέματός των περίπου 3.000 έως 3.500 πυραύλων με βεληνεκές μεγαλύτερο των 300 χλμ., το οποίο είχε στη διάθεσή της πριν ξεκινήσει ο πόλεμος. Η Ρωσία, σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα, έχει στραφεί, για πλήγματα μεγάλης εμβέλειας, στη χρήση του συστήματος αεράμυνας S-300.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, οι εκτιμήσεις των ΗΠΑ ήταν ότι, η Ρωσία θα μπορούσε να διατηρήσει τους τρέχοντες ρυθμούς βολής πυροβολικού στην Ουκρανία ως τις αρχές του 2023, με δεδομένη τη μείωση των ικανών να πλήξουν στόχους αποθεμάτων ρωσικών πυρομαχικών. Τα ύψη για τις ρωσικές αμυντικές δαπάνες φέτος αναμένεται να είναι δυσθεώρητα. Και η αυξημένη χρηματοδότηση, όμως, δεν επαρκεί προκειμένου να αντισταθμιστούν τα βαθύτερα προβλήματα που παρουσιάζει η ρωσική παραγωγή, υπογραμμίζει ο Λούζιν.

Και η αδυναμία εισαγωγής προηγμένων ημιαγωγών ξένης κατασκευής, όμως, έχει αρνητικές συνέπειες. Λόγω των υφιστάμενων κυρώσεων, η Μόσχα αδυνατεί να προμηθευτεί περαιτέρω, γεγονός που έχει  αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή οπλικών συστημάτων. Όπως αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή του το German Council on Foreign Relations, πολλά από τα ρωσικά συστήματα (τα άρματα μάχης T-72, τα συστήματα αεράμυνας 9K37 Buk και 9K22 Tunguzka, οι πύραυλοι κρουζ Kh-101 κ.ά.) είχαν δυτικά εξαρτήματα τα οποία πια δεν εισάγονται στη Ρωσία. Παρά το γεγονός ότι, η Μόσχα έχει επιστρατεύσει περίπου 300.000 εφέδρους, με αυτά τα δεδομένα, , η Ρωσία δείχνει να στερείται την υπεροχή που θα της εξασφάλιζε νέες, μεγάλες νίκες στο μέτωπο της Ουκρανίας.

Στα ύψη το ρωσικό έλλειμμα

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν υπερηφανευόταν, τον Ιανουάριο, ότι δεν επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις για ρωσική οικονομική κατάρρευση. Το ΑΕΠ της χώρας, σε αντίθεση με τις δυτικές προβλέψεις, μειώθηκε κατά μόλις 2,1%, ενώ, τα εντυπωσιακά κέρδη 168 δισ. δολαρίων από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου βοήθησαν το Κρεμλίνο να αντισταθμίσει τις προσπάθειες της Δύσης για αποκλεισμό της Ρωσίας από τις παγκόσμιες αγορές και τις αλυσίδες εφοδιασμού.

Πρόσφατα στοιχεία, ωστόσο, δείχνουν ότι όσα πέτυχε η ρωσική οικονομία μπορεί να μην έχουν την απαιτούμενη διάρκεια, καθώς, τον προηγούμενο μήνα, τα ενεργειακά έσοδα μειώθηκαν κατά 46% σε ετήσια βάση, με την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, ταυτόχρονα, να είναι σημαντική, και να έχει ως αποτέλεσμα την εκτίναξη στα ύψη του ρωσικού ελλείμματος. Οι εκτιμήσεις της Μόσχας για τα έσοδα από την ενέργεια, η οποία και αποφέρει το 40% των κρατικών εσόδων, είναι η μείωση κατά 23% εξαιτίας του εμπάργκο της Δύσης αλλά και του πλαφόν στο ανώτατο όριο τιμών για τις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου. Ακόμα, μετά την πρωτοβουλία της Ευρώπης να μειώσει την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια, η χώρα έχει απωλέσει πάνω από το 50% των εξαγωγών φυσικού αερίου μη διαθέτοντας, ταυτόχρονα, τις υποδομές για να μεταφέρει τις προμήθειες στην Ασία.

Κίνα και Ινδία μπορεί να συνέβαλαν στην αντιστάθμιση της ζημίας με την αγορά μεγαλύτερων ποσοτήτων ρωσικού πετρελαίου, οι δυτικές κυρώσεις, όμως, έχουν αρχίσει να περιορίζουν τα κέρδη. Το Κρεμλίνο, σε αυτό το πλαίσιο, προετοιμάζεται να μπαλώσει τρύπες, μειώνοντας δραματικά τις μη-στρατιωτικές δημοσιονομικές δαπάνες και την εξάρτησή του από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Η επάρκεια σε στρατιωτικές δυνάμεις

Ο ρωσικός στρατός, πριν την έναρξη του πολέμου, αριθμούσε 740.000 - 780.000 άτομα. Από αυτούς, οι ετοιμοπόλεμοι που ήταν ικανοί να μεταβούν στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων δεν ξεπερνούσαν τους 168.000. Από αυτούς, οι περίπου 100.000 βρίσκονταν σε μονάδες που χρησίμευαν ως εφεδρεία και οι υπόλοιποι ήταν προσωπικό υποστήριξης. Κατά τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής, οι ρωσικές δυνάμεις στο μέτωπο της Ουκρανίας, κατέγραψαν μεγάλες απώλειες τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής. Σύμφωνα με υπολογισμούς Αμερικανών αξιωματούχων,  πάνω από 50.000 Ρώσοι στρατιώτες είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί μέχρι τον Ιούλιο του 2022. Ειδικά για τις «ελίτ» μονάδες του ρωσικού στρατού, κάποιες από τις οποίες είδαν ως και το 50% των ανδρών τους να βγαίνουν εκτός μάχης, οι απώλειες ήταν μεγάλες. Ο Πούτιν, στα τέλη Σεπτεμβρίου, ανακοίνωσε την επιστράτευση 300.000 ανδρών. Από τις αρχές του 2023, υπάρχουν φήμες και για δεύτερη επιστράτευση. Από τους πολίτες που επιστρατεύθηκαν, οι μισοί πιθανότατα εξακολουθούν να βρίσκονται σε φάση εκπαίδευσης, σύμφωνα με τον διευθυντή του προγράμματος ρωσικών σπουδών στο think tank, CNA, Μάικλ Κόφμαν.

Συνολικά, οι άνδρες ηλικίας 18-50 ετών στη Ρωσία είναι περίπου 30 εκατομμύρια. Από αυτούς, μόνο τα 9 με 10 εκατομμύρια διαθέτουν στρατιωτική εμπειρία, όπως αναφέρουν ερευνητές. Την ίδια στιγμή, από την έναρξη του πολέμου, περίπου 500.000 Ρώσοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Αυτοί, στην πλειονότητά τους είναι άνδρες στρατεύσιμοι. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι περιορισμοί, όσον αφορά στις δυνατότητες που έχει ο ρωσικό στρατός στη στέγαση, τον εξοπλισμό, την εκπαίδευση αλλά και την πληρωμή των νέων στρατευμάτων. Επιπλέον, τίθεται και το ερώτημα σχετικά με την προθυμία του Κρεμλίνου για απομάκρυνση των ανδρών από την παραγωγική διαδικασία, η οποία και θα προκαλέσει νέα κύματα πανικού και μαζικής μετανάστευσης.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου άμυνας, το σχέδιο της χώρας ήταν η αύξηση του μεγέθους του στρατού σε 1,5 εκατομμύριο. Από αυτούς, οι 695.000 θα είναι συμβασιούχοι στρατιώτες που θα είναι εθελοντές. Ο Λουζίν, πάλι, επισημαίνει ότι, δεν πρόκειται για ρεαλιστικά σχέδια. «Ο πραγματικός στόχος είναι να εξασφαλιστεί ένας τεράστιος στρατιωτικός προϋπολογισμός», τονίζει.

Η κοινή γνώμη

Το 72% με 73% των Ρώσων υποστηρίζει τον πόλεμο, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις του περασμένου Σεπτεμβρίου(Vtsiom, Levada Center).

Τα εν λόγω στοιχεία, όπως υποστηρίζουν αναλυτές, δεν είναι αξιόπιστα με δεδομένο το περιβάλλον καταστολής και λογοκρισίας της Ρωσίας. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει υιοθετήσει νόμο που προβλέπει ποινές φυλάκισης έως και 15 ετών για όσους «δυσφημίζουν τις ένοπλες δυνάμεις».

Την ίδια στιγμή, ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στη Σχολή Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας, Γκριγκόρι Γιούντιν, σημειώνει ότι, τα ποσοστά ανταπόκρισης των δημοσκοπήσεων στο δημόσιο αίσθημα κυμαίνονται μεταξύ 10% και 25% και επισημαίνει ότι, ειδικά για τη δημοσκόπηση της ομάδας Chronicles το ποσοστό ανταπόκρισης έφτανε μόλις στο 6%. Οι Ρώσοι, στις απαντήσεις τους υποδεικνύουν ότι, η καθημερινή τους ζωή έχει αρχίσει να επηρεάζεται από τον πόλεμο όλο και περισσότερο. Περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες, σε σειρά δημοσκοπήσεων της Chronicles, παραδέχτηκαν ότι έχουν αναγκαστεί να περιορίσουν τις καθημερινές τους αγορές, λόγω των αυξήσεων στις τιμές.

Γύρω στα τέλη Μαρτίου του 2022, το 3,5% των ερωτηθέντων δήλωνε ότι είχε πρόσφατα απολυθεί. Αυτό το ποσοστό, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023, είχε αυξηθεί σε 9%. Αύξηση στο 50% από 32% που ήταν, παρουσιάζει και ο αριθμός πολιτών που παρουσιάζουν περιστατικά άγχους ή κατάθλιψη, την ίδια περίοδο.

Τον Νοέμβριο, μυστική δημοσκόπηση εταιρεία που ελέγχεται από το Κρεμλίνο, έδειξε ότι, το 60% των ερωτηθέντων θεωρεί σωστή την απόφαση Πούτιν για την έναρξη του πολέμου. Την άνοιξη του 2022, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 70%. Με βάση την ίδια δημοσκόπηση, υπάρχει κι ένα χάσμα μεταξύ των γενεών το οποίο και διευρύνεται καθώς, μόλις το 40% των Ρώσων ηλικίας 18 έως 45 ετών θεωρούν ότι η χώρα τους είχε δίκιο που πραγματοποίησε την εισβολή. Στους άνω των 45 ετών, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 76%.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ειδήσεις τώραΟυκρανίαΡωσίαFinancial TimesπόλεμοςΒλαντίμιρ Πούτιν