Ιστορία|17.07.2022 07:55

Οι τελευταίες ώρες των Ρομανόφ – Πώς μόνο ένα σκυλί γλύτωσε από τη σφαγή και πέθανε σε βαθιά γεράματα

Newsroom

Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 17 Ιουλίου του 1918, όταν ολόκληρη η τσαρική οικογένεια των Ρομανόφ σφαγιάζεται ανελέητα από τους Μπολσεβίκους. Δεν έμειναν ζωντανά ούτε τα σκυλιά τους… εκτός από ένα!

Η Επανάσταση των Μπολσεβίκων γκρέμισε τη Ρωσική Αυτοκρατορία και την κυριαρχία της οικογένειας Ρομάνοφ, ανοίγοντας ένα εντελώς νέο κεφάλαιο στην Ιστορία.
Όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία ο τσάρος Νικόλαος Β' είχε ήδη παραιτηθεί· τον συνέλαβαν κι αυτόν και την οικογένειά του και τους έστειλαν στην εξορία.

Οι Ρομανόφ, σε μια ύστατη προσπάθεια να γλυτώσουν τη ζωή και τα πλούτη τους, ζήτησαν άσυλο από τον εξάδελφο του Νικολάου, τον βασιλιά Γεώργιο Ε' της Αγγλίας, αλλά η πόρτα της Μεγάλης Βρετανίας ήταν... μικρή για να περάσει η τσαρική οικογένεια. Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας οι Ρομανόφ αφέθηκαν άθυρμα στα χέρια της μοίρας τους και των δημίων τους.

Οι Ρομανόφ συνελήφθησαν στο παλάτι τους στην Αγία Πετρούπολη και στη συνέχεια οδηγήθηακν στην πόλη Γεκατερίνμπουργκ, 1500 χιλιόμετρα μίλια μακριά και φυλακίστηκαν σε ένα διώροφο σπίτι, τη βίλα Ιπάτιεφ, υπό αυστηρή επιτήρηση.
Ο ιστορικός και βιογράφος της Οικογένειας Έντουαρντ Ρατζίνσκι γράφει: «Η κόρη του Νικόλαου, Μεγάλη Δούκισα Τατιάνα, περιέγραψε το νέο κατάλυμα ως ένα μικρό αλλά άνετο σπίτι με έναν μικροσκοπικό κήπο· έγραψε σε φίλη της: Έκλεισαν ένα μέρος του δρόμου μπροστά από το σπίτι για να περπατάμε, δηλαδή να πέρα δώθε 120 βήματα»...

Ο Τσάρος ένιωθε επίσης περιορισμένος και ήθελε να βγει έξω, αλλά οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης, οργισμένοι και παθημένοι από τα δεινά του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, μισούσαν τους Ρομανόφ και μια βόλτα του Νικόλαου στους δ΄ρομους τέτοιο θα ήταν επικίνδυνη.

Χαρούμενοι κι ανέμελοι

Τα μέλη της οικογένειας έγραφαν τακτικά στα ημερολόγιά τους, κάτι που μας επιτρέπει να φανταστούμε τη ζωή τους στην εξορία. Ο Νικόλαος κατάφερε να πείσει τον επόπτη αξιωματικό να φέρει δασκάλους στα παιδιά του: τη Μεγάλη Δούκισσα Όλγα (22 χρονών), την Τατιάνα (21), τη Μαρία (19), την Αναστασία (17) και τον τσαρέβιτς Αλεξέι (13).
Τα βράδια, η οικογένεια συγκεντρωνόταν σε ένα από τα δωμάτια για να διαβάσει και να μελετήσει τη Βίβλο. Οι Ρομανόφ ήταν πιστοί Χριστιανοί - θρησκόληπτοι με μια λέξη - και όταν βρίσκονταν σε απόγνωση, κατέφευγαν στον Θεό.
Η σωζόμενη αλληλογραφία μεταξύ των μελών της οικογένειας είναι γεμάτη τρυφερότητα· έδωσαν ο ένας στον άλλο παρατσούκλια, μοιράστηκαν αστείες ιστορίες για τα κατοικίδια τους, μερικά από τα οποία τους συνόδευαν στην εξορία.
Ο νεαρός Αλεξέι αγαπούσε ιδιαίτερα τον σκύλο του τον Τζόι, που τρύπωσε σε μια... χαραμάδα της μοίρας και επέζησε της Επανάστασης, έφτασε στην Αγγλία, έζησε αρκετά χρόνια και θάφτηκε στο νεκροταφείο του Κάστρου του Ουίνδσορ! Αλλά προηγούνται οι άνθρωποι. Η ιστορία του Τζόι πιο κάτω...

Οι Ρομανόφ παρακολουθούνταν παντού από τα άγρυπνα μάτια των ένοπλων στρατιωτών. Η αλληλογραφία τους ήταν λογοκριμένη και αυστηρά περιορισμένη. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν αντιμετώπισαν τους απαγωγείς τους ως εχθρούς, κάτι που επιβεβαιώνεται από τις επιστολές τους.
Στις 12 Δεκεμβρίου, ο δάσκαλος των παιδιών, Πιέρ Ζιλάρ, έκανε μια καταχώριση στο ημερολόγιό του: «Οι Μεγάλες Δούκισσες, με τη γοητευτική τους απλότητα, αγαπούσαν να μιλάνε με αυτούς τους ανθρώπους. Ρωτούν τους στρατιώτες για τις οικογένειές τους ή για τις μάχες στις οποίες έλαβαν μέρος κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Αλεξέι κέρδισε επίσης τις καρδιές τους και εκείνοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον κάνουν ευτυχισμένο».
Εκτός από την έλλειψη διασκέδασης, υπήρχε ένας πολύ πιο σημαντικός παράγοντας που έκανε τον περιορισμό αφόρητο. Ο Αλεξέι, ο διάδοχος του Νικολάου Β', έπασχε από αιμορροφιλία, μια σπάνια γενετική διαταραχή στην οποία το αίμα δεν πήζει κανονικά. Αυτή η πάθηση μπορεί να κάνει οποιονδήποτε τραυματισμό ακόμα και θανατηφόρο και ακόμα κι ένας μικρός μώλωπας ήθελε αρκετές ημέρες για να επουλωθεί.

Κάποτε άλλαξε η κατάσταση

Η ζωή στην εξορία «βάρυνε» όταν η προσωρινή κυβέρνηση ανέθεσε σε νέα ομάδα στρατιωτών να αντικαταστήσει τους φρουρούς. Η ομάδα εκείνη αποτελούνταν από παλιούς πολιτικούς κρατούμενους και μέλη αναρχικών ομάδων που τώρα πια ήταν η νέα δομή της εξουσίας.

Οι φρουροί, ανάγκασαν τον πρώην Τσάρο να βγάλει όλα τα στρατιωτικά διακριτικά και εξέδωσαν αριθμημένα έγγραφα ταυτότητας για κάθε μέλος της οικογένειας. Δεν επιτρεπόταν πλέον στα παιδιά να παίζουν ή να χρησιμοποιούν τη φωτογραφική μηχανή τους. Οι Ρομανόφ συνάντησαν και τον νέο διοικητή του σπιτιού που ονομαζόταν Γιακόβ Γιουρόφσκι. Στη βιογραφία του Ραντζίνσκι για τον Νικόλαο Β' βρίσκουμε την πρώτη εντύπωση του Γιουρόφσκι για τους Ρομανόφ: «Αν δεν ήταν αυτή η απεχθής αυτοκρατορική οικογένεια, θα μπορούσε κάποιος να τους θεωρήσει απλούς ανθρώπους χωρίς αλαζονεία».

Ο Γιουρόφσκι έδιωξε τη βασιλική ακολουθία συμπεριλαμβανομένου του δασκάλου Γκίλαρντ και τότε ήταν που η αυτοκράτειρα άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι τρομερό επρόκειτο να συμβεί.
Τη φοβερή μέρα της 16ης Ιουλίου, ο Γιουρόφσκι έδιωξε τον μάγειρα από την κουζίνα και η Αλεξάνδρα έγραψε στο ημερολόγιό της: «Ο Λίκα Σέντνιεφ στάλθηκε για να συναντήσει τον θείο του. Αναρωτιέμαι αν είναι αλήθεια και αν θα ξαναδούμε ποτέ το παλικάρι».

Ρυθμισμένα όλα με λεπτομέρειες

Τα γεγονότα της επόμενης νύχτας έχουν περιγραφεί από πολυάριθμες αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων. Οι σημειώσεις του Γιουρόφσκι είναι κατατοπιστηκες: «Έχοντας καλέσει τους στρατιώτες που επιλέχθηκαν για την εκτέλεση, ανέθεσα τους ρόλους και όρισα ποιος θα πυροβολήσει ποιον».
Τα μεσάνυχτα, ο Γιουρόφσκι είπε στον γιατρό Μπότκιν να ξυπνήσει την οικογένεια και, αφού εξήγησε ότι υπήρχαν αναταραχές στην πόλη, τους είπε να τον ακολουθήσουν σε «ασφαλές μέρος», στο υπόγειο.

Ο Νικόλαος κουβαλούσε στα χέρια τον Αλεξέι, που είχε τραυματιστεί και δεν μπορούσε να περπατήσει. Τα κορίτσια κρατούαν μαξιλάρια, μαζί ένα σκυλάκι τους. Το υπόγειο ήταν ένα μικρό δωμάτιο που φωτιζόταν από μια λάμπα. Η αυτοκράτειρα ζήτησε να φέρουν καρέκλες γιατί της ήταν οδυνηρό να στέκεται όρθια. Ο βοηθός του Γιουρόφσκι πετάχτηκε έξω και ψιθύρισε στον σύντροφό του ειρωνικά: «Θέλουν να πεθάνουν στις καρέκλες… Πολύ καλά, θα τους φέρουμε τις καρέκλες».

Για να βγουν φωτογραφία...

Η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα και ο Αλεξέι κάθισαν. Ο Γιουρόφσκι άρχισε να εξηγεί ότι ήθελε να τραβήξει μια φωτογραφία της οικογένειας για να βάλει τέλος στις φήμες για τη φυγή τους και άρχισε να τους τοποθετεί με συγκεκριμένη σειρά. Η αυτοκράτειρα και ο Αλεξέι κάθισαν μπροστά με τον Νικόλαο να στέκεται δίπλα τους, οι Δούκισσες στάθηκαν πίσω και οι υπηρέτες, συμπεριλαμβανομένου του πιστού γιατρού Μπότκιν, ήταν στο πίσω μέρος.

Αυτές οι κινήσεις δεν προκάλεσαν την παραμικρή υποψία καθώς όλοι γνώριζαν ότι ο διοικητής ήταν δεινός φωτογράφος και ότι υπήρχε κάμερα στο σπίτι. Στη συνέχεια ο Γιουρόφσκι έκανε νεύμα για να μπει το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Τσάρος προχώρησε, προστατεύοντας την οικογένειά του, ενώ ο Γιουρόφσκι διάβασε τη διαταγή: «Νικολάι Αλεξάντροβιτς, ενόψει του γεγονότος ότι οι συγγενείς σου συνεχίζουν την επίθεσή τους στη Σοβιετική Ρωσία, η Εκτελεστική Επιτροπή των Ουραλίων αποφάσισε να σας εκτελέσει». Ο Τσάρος τον κοίταξε απορημένος και τον ρώτησε: «Τι; Τι;». Σύμφωνα με έναν από τους ενόπλους που στεκόταν κοντά, ο Νίκολας γύρισε στην οικογένειά του και είπε: «συγχωρέστε τους, δεν ξέρουν τι κάνουν!»

«Έτρεχε το αίμα σαν ρυάκι»

Σε δευτερόλεπτα άρχισαν οι πυροβολισμοί. Ο Τσάρος έπεσε αμέσως στο πάτωμα καθώς οι περισσότεροι στρατιώτες αυτόν στόχευαν. Η αυτοκράτειρα, ο γιατρός και οι υπηρέτες έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον.
Τα κορίτσια σέρνονταν γύρω από το δωμάτιο, φώναζαν για βοήθεια μέσα τον πυκνό καπνό, με τις σφαίρες να τρυπούν τα κορμιά τους. Ο Γιουρόφσκι έγραψε: «Δεν μπορούσα να σταματήσω τους πυροβολισμού που για μεγάλο χρονικό διάστημα απέκτησαν έναν άτακτο χαρακτήρα. Συνειδητοποίησα ότι πολλοί ήταν ακόμα ζωντανοί».
Η ομάδα έπρεπε να περιμένει να καθίσει ο καπνός ενώ κλάματα και βογγητά ακούγονταν από το δωμάτιο. Ένας από τους εκτελεστές θυμόταν: «Δύο από τα μικρότερα κορίτσια κάθονταν στο πάτωμα δίπλα στον τοίχο, καλύπτοντας τα κεφάλια με τα χέρια τους· δύο στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν πάνω τους».
Ένας άλλος εκτελεστής ανέφερε: «Έτρεχε το αίμα σαν ρυάκι. Όταν επέστρεψα είδα τον διάδοχο ακόμα ζωντανό, έκλαιγε όταν ο Γιουρόφσκι πλησίασε και τον πυροβόλησε τρεις φορές. Η σκηνή με έκανε να αρρωστήσω».
Οι στρατιώτες έφεραν σεντόνια και άρχισαν να μεταφέρουν τα πτώματα στο φορτηγό που περίμενε με τη μηχανή αναμένη.

Η ομάδα άρχισε να μαζεύει τις σορούς όταν ξαφνικά μια από τις Δούκισσες σηκώθηκε από το πάτωμα, κοίταξε τριγύρω, φώναξε δυνατά και κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της. Την ίδια ώρα οι τρεις αδερφές της άρχισαν να σέρνονται στο δάπεδοαιμόφυρτες. Οι εκτελεστές σάστισαν.

Και τότε βγήκαν οι ξιφολόγχες

Οι πόρτες του σπιτιού ήταν πια ανοιχτές και στα γρήγορα αποφασίστηκε να σφαγιασθούν με τις ξιφολόγχες οι κόρες του Τσάρου για να μην ακουστούν οι πυροβολισμοί στην πόλη. Ωστόσο, οι στομομένες λεπίδες δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τις φορεσιές τους και τότε διαπιστώθηκε ότι οι Δούκισσες και ο Αλεξέι είχαν ραμμένα στα ρούχα τους μια μεγάλη ποσότητα διαμαντιών και κοσμημάτων τα οποία τους προστάτευαν από τις σφαίρες και τις ξιφολόγχες.
Δόθηκε τέλος στην αγωνία τους όταν ένας από τους άνδρες άρπαξε το περίστροφό του και πυροβόλησε έναν έναν στο κεφάλι. Τέλος, όλα τα πτώματα περιχύθηκαν με θειικό οξύ και ρίχτηκαν σε έναν λάκκο. Ο διοικητής σημείωσε αργότερα στο ημερολόγιό του ότι όταν όλα τα παιδιά γδύθηκαν, βρέθηκαν πάνω τους χειρόγραφα από τις διδασκαλίες του Ρασπούτιν μαζί με το πορτρέτο του στο λαιμό τους.

Για μέρες μετά, η φήμη που διαδόθηκε σε όλη τη χώρα και στο εξωτερικό ήταν ότι μόνο ο Νικόλαος είχε εκτελεστεί ενώ η οικογένεια είχε μεταφερθεί σε ασφαλές μέρος. Μόλις το 1926 έγινε γνωστή η σφαγή στο κοινό.
Σχεδόν 100 χρόνια μετά τη σφαγή, δεν είναι ακόμη γνωστό ποιος έδωσε την εντολή να ξεκληριστεί η τσαρική οικογένεια. Ήταν απόφαση του Λένιν ή τοπική πρωτοβουλία ριζοσπαστών Μπολσεβίκων στο Γεκατερίνμπουργκ;
Ο χώρος ταφής, επίσης, παρέμεινε μυστικός μέχρι το 1979. Όλα τα λείψανα των Ρομανόφ είχαν ανακαλυφθεί μέχρι 2007.
Να σημειώσουμε ότι για πολύ καιρό, κάποιοι πίστευαν ότι η Αναστασία μπορεί να είχε αποφύγει την τρομερή μοίρα της υπόλοιπης οικογένειάς της. Με τα χρόνια, αρκετές απατεώνισες ισχυρίστηκαν ότι ήταν η χαμένη μεγάλη δούκισσα, φαινόμενο που παρουσιάζεται στην ταινία του 1997 «Αναστασία». Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αληθές!
Αν και ανακαλύφθηκαν τα λείψανα της οικογένειας Ρομανόφ και αγιοποιήθηκαν ως μάρτυρες το 2000, η υπόθεση παραμένει ανοιχτή. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία την άνοιξε επίσημα το 2015 προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα των λειψάνων.
Αν και τα περισσότερα λείψανα από τα μέλη της οικογένειας έχουν ενταφιαστεί, τα οστά του Αλεξέι και μιας από τις αδερφές του δεν έχουν ακόμη ταφεί μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια.

Το μοναδικό μέλος της οικογένειας που γλύτωσε!

Τα τρία σκυλιά που ακολούθησαν τους Ρομανόφ στην εξορία θεωρούνταν μέλη της οικογένειας: ο Όρτιπο, ένα γαλλικό μπουλντόγκ που ανήκε στην Τατιάνα, ο Τζίμι ένα King Charles σπάνιελ της Αναστασίας και o Τζόι το σπρίνκερ σπάνιελ του Αλέξιου. Ο Τζόι ήταν ένα άτακτο σκυλί και συχνά έφευγε από το σπίτι· αυτό ήταν που του έσωσε τη ζωή: δεν βρισκόταν στο υπόγειο όταν συνέβη η τραγωδία. Όσο για τα άλλα σκυλιά; Η Αναστασία κρατούσε τον Τζίμι στην αγκαλιά της, όταν εκτελέστηκε και ο Όρτιπο της Τατιάνας τριγύριζε στον κήπο, κάτι που του χάρισε λίγες ώρες ζωής ακόμα. Όταν γύρισε όμως στο σπίτι, ο Όρτιπο, γαύγιζε και ενόχλησε τους φρουρούς που δεν δίστασαν να το εκτελέσουν κι αυτό.

Ο Τζόι όμως, το σπρίνγκερ του τσάρεβιτς, είχε καλύτερη τύχη από όλους. Σπάνια γαύγιζε και κέρδισε την αγάπη των φρουρών με την ηρεμία του. Ένας από τους αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού που βρισκόταν στο σπίτι, λυπήθηκε τον σκύλο και τον φρόντιζε. Όταν λίγο καιρό μετά ο Λευκός Στρατός εισέβαλε στο Γεκατερίνεμπουργκ, ο αξιωματικός Πάβελ Ροτζιάνκο, που γνώριζε καλά την οικογένεια Ρομανόφ, αναγνώρισε το σκυλί και το πήρε κονβτά του.

Ο Τζόι, ακολούθησε τον Ροντζιάνκο στο Βλαδιβοστόκ, όταν ο Λευκός Στρατός υποχώρησε και έφθασε μέχρι Ηνωμένο Βασίλειο όπου δόθηκε από τον αξιωματικό στον βασιλιά Γεώργιο Ε', (τον εξάδελφο του Νικολάου που δεν άνοιξε την πόρτα του στην οικογένεια). Ο Τζόι πήρε θέση πλάι στα υπόλοιπα σκυλιά της βασιλικής αυλής της Αγγλία και έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα… διηγούμενος ίσως την περιπέτεια του στους τετράποδους συντρόφους του. Όταν πέθανε θάφτηκε στο νεκροταφείο των βασιλικών σκύλων στο κάστρο του Ουίνδσορ! Και σκυλί να ‘σαι τελικά τύχη θέλεις…

ειδήσεις τώραΡωσίαΡομανόφσφαγή