Νίκαια 17 αιώνες μετά: Η Χριστιανοσύνη επιχειρεί επανεκκίνηση
Η παγκόσμια Χριστιανοσύνη παλεύει να βρει τρόπους επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς της μέσα σε ένα κατακερματισμένο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον🕛 χρόνος ανάγνωσης: 8 λεπτά ┋ 🗣️ Ανοικτό για σχολιασμό

Η παγκόσμια Χριστιανοσύνη στον 21ο αιώνα παλεύει πλέον να βρει τρόπους επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς της μέσα σε ένα κατακερματισμένο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον. Η κοινή παρουσία του Πάπα Λέοντος ΙΔ’ και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην Κωνσταντινούπολη και στη Νίκαια λειτούργησε σαν υπόμνηση ότι η ενότητα δεν είναι ένα αφηρημένο και δεδομένο ιδεώδες, αλλά μια διαδρομή που αμφισβητείται ακόμη πιο έντονα και χρειάζεται να ξαναβρεί το δρόμο της.
Ό,τι συντελέστηκε 17 αιώνες μετά στο γεωγραφικό λίκνο της πρώτης χιλιετίας του Χριστιανισμού, στη Νίκαια της Βιθυνίας, κατέστησε σαφές ότι η χριστιανική παράδοση παραμένει ένα πολυεπίπεδο οικοδόμημα· μια ζώσα κληρονομιά που ανατρέχει διαρκώς στις απαρχές της για να αρθρώσει τον βηματισμό της στο παρόν και να διαμορφώσει τον ορίζοντα του μέλλοντος.
Τί σηματοδοτεί η συνάντηση Βαρθολομαίου – Πάπα
Η φετινή συγκυρία καθιστά τη συνάντηση των δύο προκαθημένων της Χριστιανοσύνης ακόμη πιο εύγλωττη. Η Νίκαια υπήρξε το θεολογικό εργαστήρι, όπου ορίστηκε για πρώτη φορά η ενιαία χριστιανική Πίστη. Η επίσκεψη του Πάπα παραπέμπει στη στιγμή όπου, το 325 μ.Χ., η Εκκλησία μπόρεσε για πρώτη φορά να θεολογήσει ενωμένη μετά τους διωγμούς.
Είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε το κοινό Σύμβολο της Πίστεως —το «Πιστεύω»— στο πλαίσιο μιας οικουμενικής συνάντησης, που όρισε την ελληνική γλώσσα, γλώσσα της συγκεκριμένης θρησκείας και σφράγισε την ενότητα των τότε χριστιανικών κοινοτήτων.
Επιστροφή στον τόπο όπου καθορίστηκε η Ενότητα
Με την παρουσία τους στο Φανάρι και στη Νίκαια, ο Πάπας Λέων και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναγνώρισαν ότι η ενότητα της θρησκείας δεν μπορεί να οικοδομηθεί χωρίς αναδρομή στις πρωταρχικές πηγές: τη θεολογία των Πατέρων και τις αποφάσεις των Συνόδων που έθεσαν τους κανόνες του δόγματος.
Εκεί δηλαδή όπου χαράχθηκαν τα θεμέλια της πίστης, αναζητήθηκε το 2025 ένα νέο κεφάλαιο κατανόησης μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Τί διάλογο ανοίγει η παρούσα επίσκεψη;
Στη σημερινή συζήτηση περί ενότητας, πρωτεύουσα σημασία απέκτησε η διατύπωση της πρόθεσης και από τους δύο προκαθήμενους του συγχρονισμού της ημερομηνίας του Πάσχα στην Ευρώπη. Δεν έχει πλέον χαρακτηριστικά θεολογικής διαμάχης, αλλά πρακτικής ανάγκης, χωρίς να μεταβάλλεται η παράδοση καμίας πλευράς. Η θέση που επισημάνθηκε ήταν ξεκάθαρη: οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι δεν αποτελούν «αντίπαλο» και η συνύπαρξη είναι αναγκαία σε μια Ευρώπη με τόσες ιδεολογικές ρωγμές.
Μια τέτοια απόφαση, σύμφωνα με εκκλησιαστικές εκτιμήσεις, για καθιέρωση κοινής ημερομηνίας για τον εορτασμό του Πάσχα είναι σημάδι γνήσιας προόδου στην πορεία με σκοπό την καλλιέργεια πνεύματος αλληλοκατανόησης, συνεργασίας και ενότητας.
Δεύτερον, η παρούσα επίσκεψη σηματοδότησε την έναρξη ενός θεολογικού διαλόγου σε βαθύτερα ζητήματα πίστης, πέρα από τον ήδη καθιερωμένο «διάλογο της αγάπης». Ο Πατριάρχης και το Φανάρι πρόβαλαν τη σημασία μιας ενιαίας εκκλησιαστικής μαρτυρίας.
Από την πρωτοβουλία του 2014 μέχρι τη φετινή συνάντηση
Ο εορτασμός της 1700ής επετείου της Συνόδου της Νίκαιας είναι αποτέλεσμα μιας πορείας που ξεκινά από τη συνάντηση του Οικ. Πατριάρχη Βαρθολομαίου και Πάπα Φραγκίσκου στα Ιεροσόλυμα το 2014. Εκεί προτάθηκε η συνάντηση κορυφής των δύο Εκκλησιών έπειτα από αιώνες.
Οι δύο προκαθήμενοι ήδη από τότε είχαν συμφωνήσει να αποδώσουν στη Σύνοδο μία ιστορική, θεολογική και πνευματική βαρύτητα — όχι ως νοσταλγική ανάμνηση, αλλά ως βάση διαλόγου για το σήμερα.
Η ιστορική πορεία που έφερε κοντά τις δύο Εκκλησίες
Η σύγχρονη προσέγγιση βέβαια έχει ακόμη πιο βαθιές ρίζες. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας υπήρξε πρωτοπόρος, συμμετέχοντας σε διεθνή φόρα και οικοδομώντας μονοπάτια επικοινωνίας με τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Η κορύφωση αυτής της προσπάθειας ήταν η ιστορική συνάντηση του 1964 στα Ιεροσόλυμα με τον Πάπα Παύλο Στ’, όπου συζητήθηκε η άρση των αναθεμάτων του 1054 — γεγονός που υλοποιήθηκε επισήμως το 1965.
Ακολούθησε ο «διάλογος της αγάπης», που ξεκίνησε το 1967 με αμοιβαίες επισκέψεις Αθηναγόρα και Πάπα Παύλου Στ’. Αυτή η διάθεση αμοιβαίας αναγνώρισης και εμπιστοσύνης συνεχίστηκε και με τους επόμενους Πάπες, συντηρώντας τη γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης.
Γιατί έγινε το σχίσμα; Η βασική διαφορά μεταξύ Ορθόδοξης-Καθολικής Εκκλησίας
Το Σχίσμα του 1054 δεν ήταν αποτέλεσμα μιας μόνο διαφωνίας, αλλά συσσώρευσης:
- θεολογικών διαφορών με το Filioque (δηλαδή η προσθήκη «και εκ του Υιού» στο Σύμβολο της Πίστεως από τη δυτική τότε Εκκλησία) να αποτελεί τον πυρήνα της θεολογικής τριβής, γύρω από τον οποίο συμπυκνώθηκαν οι βαθύτερες εκκλησιολογικές αποκλίσεις των δύο δογμάτων.
- εκκλησιολογικών διαφορών. Δηλ. ο ρόλος του Πάπα και η αντίληψη περί πρωτείου,
- πολιτικών εντάσεων μεταξύ Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Λατινικής Δύσης.
Η κεντρική διαφορά, ωστόσο, παραμένει θεολογική:
- Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα. Αυτό σημαίνει ότι ο Πατέρας είναι η μοναδική «πηγή» της Θεότητας και το Πνεύμα προέρχεται εξ αυτής μόνο. «Πιστεύω εις το Πνεύμα το Άγιον… το εκ του Πατρός εκπορευόμενον».
- Η Καθολική Εκκλησία -τον 6ο-9ο αιώνα- προσέθεσε τη φράση «Filioque» (και εκ του Υιού) στο Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «από τον Πατέρα και από τον Υιό». Αυτή η προσθήκη αμφισβήτησε την αυστηρή μονοθεϊκή υπόσταση του Πατέρα ως πηγής του Αγίου Πνεύματος.
Με άλλα λόγια, η ουσιώδης θεολογική διαφορά είναι η εκπορευσιμότητα του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η διαφορά, ωστόσο, είχε τεράστιες επιπτώσεις στις σχέσεις και τη θεολογική αυτονομία των δύο Εκκλησιών.
Η συνοδικότητα της Ανατολής και η παπική υπεροχή της Δύσης
Καθώς η διαφωνία περί του Filioque ανέδειξε τη διαφορετική θεολογική πρόσληψη της Εκκλησίας σε Ανατολή και Δύση, αντίστοιχα διαφοροποιημένος υπήρξε και ο τρόπος με τον οποίο συγκροτήθηκε η εκκλησιαστική διοίκηση στους δύο κόσμους.
- Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αυτονομία στη θεολογία και στη διοίκηση, με τον Πατριάρχη ή τους Μητροπολίτες να αποφασίζουν συλλογικά μέσα από τις Συνόδους, χωρίς υπέρτατο κέντρο εξουσίας.
- Στην Καθολική, επικρατεί η συγκεντρωτική εξουσία του Πάπα της Ρώμης, ο οποίος θεωρείται ανώτατος και μοναδικός επίγειος εκπρόσωπος της Εκκλησίας, με δικαίωμα να καθορίζει δόγματα και να επιβάλλει αποφάσεις σε όλο το σώμα της εκκλησίας.
Με άλλα λόγια, ενώ η Ορθοδοξία δίνει έμφαση στη συνοδικότητα και στην τοπική εκκλησιαστική αυτονομία, η Καθολική Εκκλησία βασίζεται στην παπική υπεροχή και ιεραρχική συγκεντρωτικότητα.
Η κοσμογονική σημασία της Νίκαιας
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας με συμμετοχή 318 επισκόπων από όλη την αυτοκρατορία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, μόλις 12 χρόνια μετά το Διάταγμα των Μεδιολάνων, που τερμάτιζε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, επεδίωξε να θέσει τέλος στη θεολογική κρίση που είχε προκαλέσει ο Άρειος. Υπήρξε ένα καθαρά «εκκλησιαστικό γεγονός» κι όχι κοσμικό, παρότι τη συγκάλεσε ένας αυτοκράτορας.
Η Σύνοδος αυτή, εξάλλου, εδραίωσε το Συνοδικό σύστημα σε οικουμενικό επίπεδο ως μόνον αρμόδιο θεσμό για την επίλυση μείζονος σημασίας εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Τί αντιμετώπισαν οι Πατέρες:
- την αμφισβήτηση της θεότητας του Ιησού Χριστού από τον ιερέα Άρειο από την Αντιόχεια, που έτεινε να εξαπλωθεί σε όλη την αυτοκρατορία. Η διδασκαλία του Αρείου θεωρούσε τον Ιησού Χριστό υποδεέστερο του Πατέρα και δημιουργημένο από αυτόν, αντί για πλήρη θεότητα.
- την ανάγκη διαμόρφωσης κοινής διδασκαλίας,
- την απαίτηση για τάξη («κούστωλας») στην Εκκλησία μετά από δεκαετίες αναταραχής.
Οι αποφάσεις της Νίκαιας:
- Καταδίκη του Αρείου και απόρριψη της διδασκαλίας του. Ο Ιησούς Χριστός έχει θεϊκή υπόσταση.
- Διατύπωση των πρώτων επτά άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως.
- Καθορισμός του τρόπου υπολογισμού για τον εορτασμό του Πάσχα.
- Πρώτοι κανόνες εκκλησιαστικής οργάνωσης.
Η Νίκαια επιλέχθηκε ως έδρα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου τον Μάιο του 325 για καθαρά πρακτικές ανάγκες: ήταν ένα κομβικό σημείο μετακίνησης και επικοινωνίας, σε άμεση γειτνίαση με ισχυρά διοικητικά κέντρα της εποχής, όπως η Νικομήδεια και η Προποντίδα, σε μια περίοδο που η Κωνσταντινούπολη δεν είχε ακόμη κηρυχθεί πρωτεύουσα του Βυζαντίου.
Όλες οι αποφάσεις καταγράφηκαν στα ελληνικά — τη γλώσσα της θεολογίας της εποχής, η οποία χρησιμοποιήθηκε για πάνω από 120 χρόνια, εξασφαλίζοντας την ακριβή μετάδοση των αποφάσεων σε όλους τους συμμετέχοντες, παρά τη διάδοση της λατινικής στην αυτοκρατορία.
Η Σύνοδος αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της ομοιομορφίας της πίστης και άνοιξε τον δρόμο για τις μεταγενέστερες Οικουμενικές Συνόδους της Κωνσταντινούπολης (381) και της Χαλκηδόνας (451).
Ο Ζελένσκι «δείχνει» δημοψήφισμα για το εδαφικό της Ουκρανίας: «Ο λαός πρέπει να έχει λόγο»
«Μην σκίσετε κανένα καλσόν»: Ένταση μεταξύ Κωνσταντοπούλου-Συρεγγέλα στην Εξεταστική
Οι πρώτες δηλώσεις Πιερρακάκη: «Οι παλιοί διχασμοί μεταξύ βορρά-νότου ανατράπηκαν»
Ολοκληρώθηκε η συνάντηση Χατζηδάκη-Τσιάρα με αγρότες: Δεσμεύσεις αλλά και φόβος προστίμων από τις Βρυξέλλες
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



